συμφορητικός

συμφορητικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμφόρηση
2. αυτός που προκαλεί συμφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφόρηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάννη Παδοβά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”